ἀγορεύσει

ἀγορεύσει
ἀγόρευσις
speech
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀγορεύσεϊ , ἀγόρευσις
speech
fem dat sg (epic)
ἀγόρευσις
speech
fem dat sg (attic ionic)
ἀγορεύω
speak in the assembly
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀγορεύω
speak in the assembly
fut ind mid 2nd sg
ἀγορεύω
speak in the assembly
fut ind act 3rd sg
ἀ̱γορεύσει , ἀγορεύω
speak in the assembly
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱γορεύσει , ἀγορεύω
speak in the assembly
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγορευτός — ἀγορευτός, όν (Μ) [ἀγορεύω] αυτός για τον οποίο μπορεί κανείς να αγορεύσει, να βγάλει λόγο, να μιλήσει …   Dictionary of Greek

  • αργυράγχη — ἀργυράγχη, η (Α) λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β… …   Dictionary of Greek

  • Ξενοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρήτορας από το Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας. Αναφέρεται από τον Στράβωνα. Υπήρξε σύγχρονος του Κικέρωνα και είχε συνδεθεί φιλικά μαζί του όταν ο Κικέρων έμεινε στην Ασία, το 76 π.Χ. Είχε αγορεύσει μπροστά στη Ρωμαϊκή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”